14

ίσως

ίσως η ζωή μου
ίσως η ψυχή μου
ίσως η μνήμη μου κι ο τόπος μου
ίσως τα πατρογονικά μου
ίσως οι χαρακιές στα χέρια και στο μέτωπό μου
ίσως ο δρόμος που με το παιδί μου πασχίζω χέρι χέρι να μετρήσω
ίσως η γη που πύργωσε σα μάνα να στέρξει τους νεκρούς μου και τα θεμέλιά μου
ίσως αυτό που η μάνα μου με έμαθε να λέω εαυτό

ίσως τίποτα περισσότερο από δυο φτερούγες να μην είναι

κι ίσως πάλι άλλο να μην είναι
παρά το πως ο φόβος και η φυγοπονία μου ηττούνται
καθώς η ζωή μου  κι η ανάσα μου τινάζονται από την όποια κάννη


12

κάτω τα "κάτω"

ναι ρε ξέρω....

ξέρω πως μ' έχεις γράψει εκεί που δε πιάνει μελάνι
ξέρω πως χέστηκες για μένα
αλλά εγώ θα στο πω 
ναι ρε το προτιμώ αυτό

από αυτό



κι αφουγκράσου με
με πήρες απ' το χέρι και με πήγες εκεί που πια τίποτα δεν θα υπολογίσω  
κλωτσιά στα μαλακά, ακόμα κι αν είναι τα δικά μου, θα ρίξω
ναι ρε όσο κι αν αυτό θα σε βόλευε δεν πέθανα υπάρχω
με μάτια πεινασμένα και ψυχή διψασμένη

ΥΠΑΡΧΩ
όχι για να καταναλώνω τα καλούδια σου
αλλά για να ονειρεύομαι
και για καλό σου, σου το λέω
φοβού τους ονειροπόλους
μιας και το όνειρο δεν το κατ-έχεις
και πίστεψέ με αδύνατο το έχεις 
να το στριμώξεις στα μπακαλοτέφτερα με τους λογαριασμούς τους μίζερους της πάρτης σου

8

φθινόπωρο

ήρθε
 

 
με ξελόγιασε με χρώμα



με ξεμονάχιασε σε δάση όπου μόνο το τρίξιμο απ' το βήμα μου ακουγόταν



μου ψιθύρισε την φλυαρία - την άσκοπα χαρούμενη - των άγουρων βλαστών μες στην πληρότητα της ωριμότητάς του


με μέθυσε με τη δροσιά του πρωινού


μ' άλλαξε σε νεράιδα σε φυλλωσιές υγρές γεμάτες θάματα



μου χάρισε το γέλιο του σε χίλιες αποχρώσεις



  μου φερε και σοδειά, χάδι στον κόπο της ψυχής


κι όταν κουράστηκα αγκίδες μ' άφησε μέσα στ' ακροδάχτυλα

 

με ζέστανε

 

με χίλιους τρόπους 

κι ας λένε πως κρατάει θλίψη

(όλες οι φωτογραφίες από την φθινοπωρινή Βυτίνα)
19

τα blues της ψυχής μας

δεν ξέρω αν πράγματι το χρώμα τους είναι το μπλε.
ίσως εκείνο το μπλε το βαθύ, το λίγο πριν απ' το μαύρο.

το λίγο πριν, γιατί και μόνο που η φωνή σηκώνεται - ας είναι και σε λυγμό - σημαίνει πως ο κόσμος, ακόμα,  κρατά μια στάλα φως.


18

νυχτώνει φίλε μου

 (φωτό: o Fortino Samano, υπολοχαγός του Emiliano Zapata, στις τελευταίες του στιγμές μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα (1917). Φωτογράφος:  Agustin Victor Casasola)

Φίλε μου, για πες μου - εσύ σίγουρα το ξέρεις - θα χαθούμε σε σκοτεινές στιγμές σαν όλους τους δειλούς;
Στους χρόνους τους δίσεκτους που από καιρό φοβόμασταν μα τώρα γίναν δίνη πεινασμένη;

Νυχτώνει. Η οργή ωριμάζει, πέφτει στο χώμα. Μα σαπίζει.

Ν' ανοίξω θέλω ένα παράθυρο. Μα σαν κάνω πως τ'ανοίγω μονάχα στόματα που χάσανε τα χείλια, μου σέρνουνε την πρόστυχη λαλιά τους. 
Κι ο άνεμος ο αντίθετος να παίρνει και να γδέρνει τις ζωές μας σ' εκείνους τους λαβύρινθους που μήτε Αριάδνη ή Μινώταυρος μπορούνε ν' ανασάνουν

Φοβάμαι φίλε μου. 
Κοιτάζοντας το βλέμμα σου ξέρω πως πια για μας η νύχτα άρχισε ν' απλώνει. Ν' απλώνει τόσο πολύ ως τις καρδιές μας...
Back to Top